- νόημα
- το (ΑΜ νόημα, Α ιων. συνηρ. τ. νῶμα) [νοώ]1. ό,τι σκέπτεται κάποιος, ό,τι συλλαμβάνει με τον νου, το νοούμενο, ο στοχασμός2. σκοπός, λόγος, πρόθεση, σχέδιο («δεν μπόρεσε κανείς να καταλάβει το νόημα τής επίσκεψής του»)3. η κεντρική ιδέα, η σκέψη που κυριαρχείνεοελλ.-μσν.1. έννοια, σημασία («τα λόγια του δεν έχουν κανένα νόημα»)2. γνέψιμο, νεύμα («τού έκανα νόημα να σωπάσει»)αρχ.1. (ως φιλοσ. όρος) η ιδέα, σε αντιδιαστολή προς την αίσθηση («φύσει διῄρηται τά τε νοήματα καὶ τὰ αἰσθήματα», Αριστοτ.)2. νοητική δύναμη, νόηση («θεός... οὔ τι δέμας θνητοῑσιν ὁμοίιος, οὐδὲ νοήματι», Ξενοφ.)3. φρ. «ἅμα νοήματι» — εν ριπή οφθαλμού, γρήγορα όσο μια σκέψη (Επίκτ.).
Dictionary of Greek. 2013.